- ἀναβλύζει
- ἀναβλύζωspout uppres ind mp 2nd sgἀναβλύζωspout uppres ind act 3rd sgἀναβλύζωspout uppres ind mp 2nd sgἀναβλύζωspout uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβρυτός — ή, ό 1. (για νερό) αυτό που αναβλύζει 2. το θηλ. ως ουσ. η αναβρυτή πηγή που αναβλύζει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω. ΠΑΡ. αναβρυτικός] … Dictionary of Greek
κελάρυσμα — το (Α κελάρυσμα) [κελαρύζω] 1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα 2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο τού νερού που αναβλύζει ή τρέχει … Dictionary of Greek
όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… … Dictionary of Greek
Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αείβλυστος — ἀείβλυστος, ον (Μ) αυτός που συνεχώς αναβλύζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + βλύζω] … Dictionary of Greek
αείκρουνος — ἀείκρουνος, ον (Μ) αυτός που συνεχώς ρέει, αναβλύζει, «αείκρουνος πηγή» (πρβλ. αείβλυστος, αέναος) … Dictionary of Greek
αείρυτος — ἀείρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω] … Dictionary of Greek
αεναόβρυτος — ἀεναόβρυτος, ον (Μ) (για πηγή) αυτή που ρέει, που αναβλύζει συνεχώς, αέναη, αστείρευτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέναος + βρύω] … Dictionary of Greek
αιματόρρυτος — αἱματόρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που τόν περιρρέει αίμα, από τον οποίο αναβλύζει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ῥυτός < ῥέω] … Dictionary of Greek